- ἕνωμα
- ἕνωμαconcrete unityneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνώμα — ἐνώμᾱ , νωμάω deal out imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένωμα — το (Α ἕνωμα) νεοελλ. ένωση αρχ. πραγματική, συγκεκριμένη ενότητα … Dictionary of Greek
ένωμα — το, ατος η ένωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνωμα — ἔνωμος rather raw neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνώμας — ἐνώμᾱς , νωμάω deal out imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνώματα — ἕνωμα concrete unity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνώματος — ἕνωμα concrete unity neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek